- απαραφύλακτος
- -η, -ο (Μ ἀπαραφύλακτος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτοςμσν.1. αυτός που δεν τον φυλάει κανείς, ο αφύλακτος2. απρόσεκτος, αμελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαραφύλακτος — not to be guarded against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραφυλάκτως — ἀπαραφύλακτος not to be guarded against adverbial ἀπαραφύλακτος not to be guarded against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραφύλακτον — ἀπαραφύλακτος not to be guarded against masc/fem acc sg ἀπαραφύλακτος not to be guarded against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραφύλακτοι — ἀπαραφύλακτος not to be guarded against masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)